Αναμφίβολα, βιώνουμε τις δυσμενείς συνέπειες της διεθνούς και ευρωπαϊκής κρίσης, κατ´ αρχήν ως πολίτες αυτής της χώρας, εκπροσωπώντας τους συμπολίτες μας στον νεοσύστατο θεσμό της δευτεροβάθμιας Τοπικής Αυτοδιοίκησης, αλλά και ως Χώρα διανύουμε μια ιδιαίτερη πολιτική, οικονομική κατάσταση, την οποία είναι σημαντικό να ανατρέψουμε δημιουργικά και αποτελεσματικά.
Το κεντρικό, κατά τη γνώμη μου, ζητούμενο, είναι η διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, γιατί έχουμε ως λαός αποδείξει έμπρακτα ότι όταν είμαστε ενωμένοι, πετυχαίνουμε.
Και για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, η Τοπική Αυτοδιοίκηση, ως ο πιο κοντινός θεσμός δημόσιας διοίκησης προς τον πολίτη, μπορεί και πρέπει να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στο πολιτικό, οικονομικό, πολιτισμικό και κοινωνικό γίγνεσθαι. Το πρόγραμμα “Καλλικράτης” απετέλεσε σημαντική τομή για τη δημιουργία των αιρετών Περιφερειών και μετέβαλε το διοικητικό χάρτη της Ελλάδας, πρωτοβουλία η οποία έπρεπε να είχε συντελεστεί εδώ και χρόνια. Είναι πλέον ξεκάθαρο – και αυτό επιβεβαιώνεται από χώρες που έχουν επενδύσει ουσιαστικά στις Περιφέρειες- ότι ο δεύτερος βαθμός αυτοδιοίκησης είναι το μέλλον. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι κρατικές λειτουργίες στο Βέλγιο σε περίοδο πολιτικής αστάθειας υποστηρίχθηκαν από τις Περιφέρειες και όχι από το κεντρικό κράτος.
Το εγχείρημα εφαρμογής του προγράμματος «Καλλικράτης» είναι λοιπόν ορθό, ωστόσο απαιτείται χρόνος για την εφαρμογή του. Δύο χρόνια μετά όμως, διαπιστώνουμε ότι ενώ ο συγκεκριμένος Νόμος ψηφίστηκε από την ελληνική βουλή, το κεντρικό κράτος σε αρκετές περιπτώσεις όχι μόνο δεν τον εφαρμόζει, αλλά σχεδόν το ακυρώνει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μεταφορά προβλεπόμενων αρμοδιοτήτων, συνολική ή επιλεκτική, χωρίς την αντίστοιχη μεταφορά πόρων, που είναι θεσμοθετημένοι βάσει του Συντάγματος (άρθρο 102). Εάν πραγματικά υπάρχει η πρόθεση η Τοπική Αυτοδιοίκηση να είναι λειτουργεί με αυτοτέλεια και όχι ως επαίτης της κεντρικής εξουσίας, τότε χρειάζεται να δημιουργηθούν μηχανισμοί χρηματοδότησης με αυτοματοποιημένες διαδικασίες, ώστε γίνει αληθινή αποκέντρωση αρμοδιοτήτων και να παταχθεί η γραφειοκρατία. Κυρίως όμως, έχει σημασία να δοθεί η δυνατότητα στις Αιρετές Περιφέρειες να εκτελέσουν τον στρατηγικό σχεδιασμό τους, έπειτα από εξαντλητικό διάλογο με τους συναρμόδιους και ενδιαφερόμενους φορείς και βεβαίως αυτό προβλέπεται από το πρόγραμμά «Καλλικράτης», αλλά πώς μπορεί να επιτευχθεί όταν υπάρχει αλληλεπικάλυψη αρμοδιοτήτων; Πώς μπορούν να συνυπάρξουν Αιρετές και Διορισμένες Περιφέρειες με αρμοδιότητες που αλληλοσυγκρούονται; Πώς μπορεί η Περιφέρεια Αττικής, για παράδειγμα, να σχεδιάσει το στρατηγικό σχεδιασμό της μέσα από την προβλεπόμενη από τον “Καλλικράτη” Μητροπολιτική επιτροπή Χωρικού Σχεδιασμού και Αστικών Αναπλάσεων, όταν ο Οργανισμός της Αθήνας, εποπτευόμενος φορέας του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, προβαίνει σε στρατηγικό σχεδιασμό της Αθήνας; Ακριβώς για τον λόγο αυτό και προκειμένου να προχωρήσουμε ένα βήμα πιο μπροστά και να ανταποκριθούμε με συνέπεια στις αρμοδιότητες μας, ο Περιφερειάρχης Αττικής, κ. Γιάννης Σγουρός, ζήτησε ο Οργανισμός της Αθήνας να μεταφερθεί ως αρμοδιότητα στην Περιφέρεια Αττικής.
Ο «Καλλικράτης» έδωσε παραπάνω αρμοδιότητες στις δυο Μητροπολιτικές περιοχές της χώρας, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, στους τομείς κυρίως του περιβάλλοντος, της χωροταξίας, των υποδομών. Οι αρμοδιότητες αυτές δεν συνοδεύτηκαν από αντίστοιχες δομές που προωθούν τη διαβαθμιδική συνεργασία μεταξύ της Περιφέρειας και των Δήμων, με αποτέλεσμα να μην συντονίζεται το σύστημα αποτελεσματικά. Ιδιαίτερα σε τομείς, όπως η συντήρηση του οδικού δικτύου, ο φωτισμός, η διαχείριση των μεγάλων πάρκων, η αποχέτευση και η διαχείριση των αποβλήτων πρέπει να αναζητηθούν αποτελεσματικά σχήματα συνεργασίας μεταξύ των επιπέδων διοίκησης και αυτοδιοίκησης για τον καλύτερο συντονισμό και την εξοικονόμηση πόρων.
Ήρθε η ώρα οι σχεδιασμοί να γίνονται πράξη. Ας είμαστε ειλικρινείς. Τόσα χρόνια, δεν υλοποιήθηκαν σημαντικά έργα υποδομής και θα κάνω ιδιαίτερη αναφορά στην περιοχή από την οποία προέρχομαι και εκπροσωπώ, την Ανατολική Αττική, στην οποία έχει σημειωθεί και αναμένεται να αυξηθεί τα επόμενα χρόνια, μεγάλη πληθυσμιακή αύξηση, χωρίς όμως να υπάρχουν οι αντίστοιχες υποδομές. Ας δοθούν, επιτέλους, ξεκάθαρες αρμοδιότητες σε κάθε φορέα. Και δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες για τις αρμοδιότητες τις οποίες χρηματοδότησε η Περιφέρεια Αττικής από τον πλεονασματικό προϋπολογισμό της, χωρίς να τις ανήκουν, όπως είναι η μεταφορά των μαθητών, προκειμένου να ανακουφιστούν οι τοπικές κοινωνίες, γιατί τα προβλήματα καθημερινότητας είναι αυτά που οφείλουμε κατ´ αρχήν να αντιμετωπίσουμε.
Σε κλίμα ρευστότητας λοιπόν, καλείται η Τοπική Αυτοδιοίκηση να σταθεί στα πόδια της, αλλά και να αντισταθεί στις προκλήσεις των καιρών που αντιμετωπίζει, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι οφείλει να στηρίξει τη χώρα, προκειμένου να ξεπεράσει την κρίση. Την ίδια ώρα όμως, βάλλεται και αμφισβητείται, αφού η κεντρική εξουσία διαχρονικά την παραμελεί και την απαξιώνει. Για το λόγο αυτό πιστεύω ότι τόσο οι εισηγήσεις των επιτροπών της ΕΝ.ΠΕ., όσο και όλες οι ιδέες που κατέθεσαν οι συνάδελφοι αποτελούν πλέον μια στέρεη βάση για να καταλήξουμε σε ένα ομόφωνο ψήφισμα που ενδυναμώνει το θεσμικό μας ρόλο ως ανάχωμα στη κρίση.
*Η Δέσποινα Αφεντούλη είναι περιφερειακή σύμβουλος Αν. Αττικής